κυβοκυβοστός

κυβοκυβοστός
κυβοκυβοστός, -ή, -όν (Α) [κυβόκυβος]
1. αυτός που σχηματίζεται από τον πολλαπλασιασμό δύο κυβικών αριθμών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυβοκυβοστόν
κλάσμα κυβοκύβου, δηλαδή 1/x6.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”